Ο Ποκοπίκο σήμερα είχε ομολογουμένως άριστη διάθεση. Είχε την αίσθηση ότι ήταν ευλογημένος από τον καλό θεό τον τελευταίο καιρό και ένοιωθε ότι όλα του πήγαιναν καλά. Βγήκε λοιπόν από το σπίτι του και στάθηκε για μία στιγμή στο κατώφλι για να απολαύσει το υπέροχο πρωινό… Η αλήθεια ήταν ότι δεν ήταν καθόλου μα καθόλου πρωινός τύπος, αλλά από την άλλη του άρεσε κάθε τόσο να κάνει μικρές ανατροπές στη ζωούλα του που του έδιναν ζωντάνια και τον βοηθούσαν να ανανεώνεται. Σήμερα λοιπόν ήταν μία υπέροχη ημέρα. Πήρε μία βαθιά ανάσα και ένα μικρό γαργάλημα κατέβηκε στην σπονδυλική του στήλη… Ο αέρας ήταν τόσο δροσερός που αμέσως η μυτούλα του άρχισε να τρέχει, αυτός όμως δέχθηκε το γεγονός ευχάριστα, αφού στην τενεκεδούπολη δεν είναι συχνό το φαινόμενο να μπορείς να αναπνεύσεις καθαρό αέρα. Με μία αυθόρμητη κίνηση κοίταξε ψηλά, και τότε μία μεγάλη σταγόνα νερό έσκασε με δύναμη στο μάτι του. Αχ, τι καλά! Σκέφτηκε… Βλέπεις ήταν ο αποπάνω που πότιζε τα λουλούδια του, και ως συνήθως το είχε παρακάνει… Ο ποκοπίκο δεν πτοήθηκε διόλου, σκούπισε τη βρωμερή σταγόνα και…
Με μία σβέλτη κίνηση καβάλησε το καινούργιο και γυαλιστερό μηχανάκι του, και ξεκίνησε για το κέντρο της τενεκεδούπολης για την πρωινή του εργασία… Κοιτώντας γύρω του έβλεπε τόσους πολλούς ανθρώπους και ήταν τους τόσο μα τόσο βλοσυροί και ζοχαδιασμένοι που θα έβαζες στοίχημα πως όοοολοι τους είχαν πρόβλημα δυσκοιλιότητας στην τουαλέτα… Που και που έβλεπε και κάποιον που μιλούσε μόνος του, κάποιον άλλο που φώναζε και κάποιον τρίτο που βιαζόταν πάρα μα πάρα πολύ (αυτός πρέπει να αγαπούσε πάρα πολύ την δουλειά του για να τρέχει έτσι να πάει εκεί). Του άρεσε πάρα πολύ του ποκοπίκο να πηγαίνει βόλτα με το μηχανάκι. Ήταν… ήταν, πώς να το πω…σα να είσαι τόοοοσο δα μικρούλης και να σε έχουν πάει βόλτα στο λούνα παρκ. Δεν μπορείς καν να φανταστείς τι πρόκειται να γίνει μετά…
Αυτό που συνέβη μετά είναι ότι ο ποκοπίκο έπεσε σε μία τρύπα που είχαν αφήσει ανοιχτή μετά από κάποια δημοτικά έργα. Βλαστήμησε από μέσα του τον εργολάβο (του ευχήθηκε να χεστεί πάνω του- ήταν από τις αγαπημένες κατάρες του ποκοπίκο, γιατί πίστευε ότι το να χεστείς πάνω σου είναι από τα πολύ πολύ δυσάρεστα πράγματα που μπορεί να σου συμβούν…
Αμέσως μετά προχωρώντας με το τραυματισμένο του μηχανάκι, είδε κάποιον στο δρόμο να του κάνει σήμα. Θυμήθηκε αμέσως τη συμβουλή του πατέρα του. «Παιδί μου, ποτέ μα ποτέ μην μιλάς με αγνώστους στο δρόμο,» του είχε πει.
Όμως αυτός ο κύριος συνέχιζε να του γνέφει. Σκέφτηκε για άλλη μία φορά να σταματήσει. Μήπως του έκανε απλά ωτοστόπ; Πάλι του ήρθε η εικόνα του πατέρα του. « Παιδί μου, ποτέ μα ποτέ μην παίρνεις αγνώστους μαζί σου. Μπορεί να σε κλέψουν, να σε σκοτώσουν, να σε βιάσουν…» Βέβαια δεν ήταν σίγουρος για τη σειρά την οποία είχε δοθεί η συμβουλή, πρέπει όμως να ήταν κάπως έτσι… Εδώ που τα λέμε μάλλον του είχε πει ότι πρώτα θα τον έκλεβαν μετά θα τον βίαζαν και τέλος θα τον σκότωναν. Πάντως δεν είχε και πολύ σημασία, αφού και οι δύο πιθανότητες φάνταζαν εξίσου μακάβριες. Και να σας πω και κάτι; Τελικά ο πατέρας του ποκοπίκο ήταν και μεγαλύτερος. Δεν μπορεί… Κάτι θα ήξερε… Δεν μπορεί να έδινε συμβουλές στα κουτουρού. Εξάλλου τόσα και τόσα θρίλερ δεν έχουν γυριστεί όπου κάποιος άγνωστος που τον παίρνεις μαζί σου είναι εγκληματίας και σου κάνει τη ζωή μαντάρα; Ο ποκοπίκο λοιπόν αποφάσισε για μία φορά να ακούσει τον μπαμπά του και όχι το προαίσθημά του. Δεν θα σταματούσε! Κοίταξε λοιπόν ψηλά, χαμογέλασε στον ήλιο, γκάζωσε και συνέχισε!
Και μετά από ένα λεπτό, άκουσε πίσω του τη σειρήνα του περιπολικού… Πω πω τι είχε πάθει! Συνειδητοποίησε τότε σαν σε ταινία, πως ο άγνωστος που του έκανε νόημα ήταν τροχαίος και μάλλον θα ήθελε να τον ρωτήσει κάτι, γι’ αυτό και ήθελε να τον σταματήσει. Έβγαλε λοιπόν δεξί φλάς και σταμάτησε στην άκρη του δρόμου.
Σε δευτερόλεπτα και μετά από αγωνιώδη αναμονή, λόγω της προηγούμενης άτακτης συμπεριφοράς του και με αρκετούτσικες ενοχές, βρέθηκε να μιλά με το αξιότιμο όργανο της τάξης.
«Λέγε όνομα!» είπε με προσβλητικό τόνο το όργανο.
« Ποκοπίκο!» είπε συνοφρυωμένος ο ταλαίπωρος μοτοσικλετιστής.
« Δίπλωμα, ασφάλεια και πες μου γιατί δεν σταμάτησες.»
« Αγαπητέ κύριε,» ξεκίνησε με τον πιο ευγενικό τόνο ο ποκοπίκο, λέω να ξεκινήσω από την τελευταία σας ερώτηση και να πάω σιγά σιγά προς την πρώτη.
« Θα απαντάς με τη σειρά που σε ρωτάνε…» Απάντησε ακόμα πιο θυμωμένα το όργανο. «Μου φαίνεται ότι σου αρέσει να κάνεις του κεφαλιού σου…»Τον ποκοπίκο τον είχε κόψει κρύος ιδρώτας…
Το όργανο μύρισε το φόβο στο θύμα του, και η όρεξή του πολλαπλασιάστηκε. Εδώ θα κατασπάρασσε το ανυπεράσπιστο θύμα του.
« Να σου πω την αλήθεια, μάλλον ΚΑΝΕΙΣ πως δεν καταλαβαίνεις… Ρε, μήπως είσαι αναρχικός;»
«ΕΕΕγώ;» Είπε ξαφνιασμένος ο ποκοπίκο.
« Εμ, ποιος ο φούφουτος; Το παίζεις και εξυπνάκιας; Εγώ ξέρεις τι τους κάνω τους εξυπνάκηδες παιδί μου;»
«Ο ο ο όχι, κύριε…»
« Τους πάω αυτόφωρο ρε χαϊβάνι…» Αυτό ήταν.
Ο ποκοπίκο μπορούσε να αντέξει πολλά. Όχι όμως και τις προσβολές. Και έκανε το για άλλη μία φορά και το επόμενο λάθος.
« Ε, ε, όχι και χαϊβάνι…»
«Α, μάλιστα άρα λοιπόν διαφωνείς με το όργανο της τήρησης της τάξης, άρα διατυπώνεις, αντιρρήσεις, άρα δεν σου αρέσει η τάξη, το σύστημα όπως είναι, μάλλον θα θέλεις να το καταργήσεις, και μόλις τώρα σου απέδειξα ότι πραγματικά είσαι ένας α ν α ρ χ ι κ ό ς!»
«Μωρέ τι μας λές!!!» είπε κατακόκκινος μες το δίκιο του ο ποκοπίκο! Δυστυχώς όμως ήταν πια αργά. Ο ιστός της πανέξυπης αράχνης-αστυνόμου τον είχε πια τυλίξει… και τώρα ο τροχαίος απλά το απολάμβανε… Με μελιστάλαχτη φωνή του απήντησε, σχεδόν χαμογελώντας: « Αχ, πόσο πολύ μου αρέσει, θα σε χώσω μέσα και για αντίσταση κατά της αρχής! Θεέ μου σε ευχαριστώ. Σήμερα θα πάρω σπέσιαλ μπόνους από την υπερεσία!!!»
Και ο ποκοπίκο άστραψε και βρόντηξε… Και μετά βρέθηκε με ένα ζευγάρι χειροπέδες στα χέρια να πηγαίνει προς το αστυνομικό τμήμα….