Τρίτη 27 Μαΐου 2008

Η μοναδική σου αλήθεια

Αλήθεια, ποια αλήθεια; Η δικιά σου, η δικιά μου η αλήθεια, της κοινωνίας μου, της κοινωνίας σου, η αλήθεια του θύτη, του θύματος, του θεού ή του ανθρώπου;

Του ζωντανού ή του πεθαμένου;

Των αισθήσεων ή της νόησης; Της παρατήρησης ή της θεωρίας; Της επιστήμης της, εμπειρίας ή του ενστίκτου;

Η αλήθεια της ειλικρίνειας ή του ψεύδους;

Η αλήθεια του εγκρατούς ή του ασύδοτου στη ζωή, στην υποχρέωση, στις συνήθειες και τις επιδιώξεις;

Η αλήθεια του ανθρώπου του ζώου ή της φύσης;

Γιατί η αλήθεια να είναι τόσο σημαντική για ορισμένους, τόσο μα τόσο απόλυτη στο μυαλό τους και τόσο μα τόσο σχετική για άλλους;

Η αλήθεια του παρατηρητή ή του παρατηρούμενου;

Η αλήθεια του σημείου ή του σημαινόμενου;

Είναι υπέροχη η αλήθεια, είναι απαραίτητη η αλήθεια, είναι ένας ζωντανός οργανισμός. Και είναι πραγματικά μοναδική. Και ξέρεις γιατί;

Γιατί υπάρχει μόνο για μία χρονική στιγμή. Εκείνη τη στιγμή που γεννιέται, εκείνη τη στιγμή τελειώνει. Και δεν θα ξαναυπάρξει ποτέ. Την ακριβώς επόμενη στιγμή θα γεννηθεί μία καινούργια. Αυτή είναι η αλήθεια, αυτή είναι η ζωή.

Κυριακή 25 Μαΐου 2008

Η φονική αγκαλιά


Περπατάς σε ένα όμορφο δάσος… όλα είναι ειδυλλιακά, πανέμορφα. Είναι τροπικό δάσος. Με πλούσια βλάστηση, καταπράσινο. Φοινικιές, βρύα, πόες. Υπάρχει παντού μία γλυκιά ζεστασιά. Ο ήλιος είναι ψηλά, στην κορυφή του ουρανού. Το γρασίδι κάτω μοσχοβολάει φρεσκοποτισμένο χώμα. Τριγύρω λουλούδια σε έντονα και υπέροχα χρώματα. Λιλά, πράσινα, παθιασμένα κόκκινα, λευκά. Δεν ξέρεις που να πρωτοστρίψεις το κεφάλι, τι να πρωτοαπολαύσεις. Το δάσος είναι φιλόξενο, το δάσος είναι ήρεμο. Συνεχίζεις τη βόλτα σου και περπατάς όλο και πιο ανάλαφρα, όλο και πιο χαρούμενος, με ένα αίσθημα εσωτερικής ηρεμίας και χαλάρωσης. Μπροστά απλώνεται ένα ξέφωτο. Στο κέντρο, ένα εντυπωσιακό δέντρο. Με καρπούς, και καλή, βαθιά σκιά… Είναι μία καλή ευκαιρία για ξεκούραση. Παίρνεις ένα από τους καρπούς. Σχεδόν σου παραδίδεται, είναι τόσο ευωδιαστός, και μετά το πρώτο δάγκωμα αποδεικνύεται και πολύ δροσιστικός. Σκέφτεσαι ότι αυτή είναι μία καλή ευκαιρία για ξεκούραση, για να ξαναπάρεις δυνάμεις για να συνεχίσεις τον περίπατό σου. Ξαπλώνεις στις ρίζες του δέντρου. Και σε λίγο ο γλυκός ύπνος έχει έρθει να σε πάρει στην αγκαλιά του…

Βλέπεις, όνειρα, πλούσια όνειρα, ευχάριστα, χαρούμενα.

Βλέπεις τον εαυτό σου, τους φίλους και τους γνωστούς, τα μέρη που αγαπάς.

Νοιώθεις μια όλο τον κόσμο να σε πλησιάζει για να σου δοθεί με μία και μόνη αγκαλιά. Μία καλή, γερή, στοργική αγκαλιά. Σαν τότε που ήσουνα μωρό. Τότε που ήσουνα μωρό…

Και έτσι γίνεται. Ο κόσμος σε αγκαλιάζει και ένα μικρό χαμόγελο διαγράφεται στο στόμα σου. Όπως τότε που ήσουνα μωρό…

Και η αγκαλιά σφίγγει, για να σε προστατέψει, για να σε προφυλάξει. Δεν ξέρεις αν το χρειάζεσαι αυτό, μπορείς όμως να δοκιμάσεις. Τι έχεις να χάσεις;

Απλώνεις και εσύ τα χέρια. Θέλεις να συμμετέχεις και εσύ, να αγκαλιάσεις και εσύ.

Όμως κάτι δεν πάει καλά.

Η αγκαλιά δεν είναι ζεστή. Είναι όμως σφιχτή. Αλλά δεν είναι η αγκαλιά που απολάμβανες παλιά. Κάτι είναι διαφορετικό. Παρόλα αυτά είναι σφιχτή. Άρα τι μπορεί να μην πάει καλά;.

Σε λίγο η αγκαλιά σε έχει τυλίξει ολόκληρο. Παραμένει κρύα όμως και άκαμπτη και τώρα πια αισθάνεσαι πως δεν σου φτάνει ο αέρας. Αρχίζεις να μην αισθάνεσαι άνετα. Μάλλον ήρθε η ώρα να ξυπνήσεις. Γιατί ο αέρας τώρα είναι ακόμα πιο λίγος και αρχίζεις να δυσφορείς. Μάλλον ήρθε η ώρα να ανοίξεις τα μάτια και να βγεις από το όνειρο. Ανοίγεις νωχελικά το ένα μάτι, μετά το άλλο. Θέλεις να το τρίψεις με το χέρι σου, να τεντωθείς από το βαθύ ύπνο, το ζωντανό όνειρο.

Το σώμα σου όμως δεν ανταποκρίνεται. Προσπαθείς τώρα πιο έντονα. Δεν μπορείς όμως να κινηθείς. Προσπαθείς ξανά και ξανά. Τίποτε. Ξαφνικά αρχίζεις να ιδρώνεις, όλο και περισσότερο, όλο και περισσότερο… Δεν είναι η ζέστη, που το προκαλεί αυτό, είναι η ανησυχία. Σε λίγο είσαι σε κατάσταση πανικού. Κάνεις απελπισμένες προσπάθειες και ανοίγεις διάπλατα τα μάτια για να καταλάβεις τι γίνεται γύρω. Έχεις ξυπνήσει. Όλα μοιάζουν ίδια με πριν.

Το δάσος η ηρεμία, το ξέφωτο. Κοιτάς τα πόδια σου. Και τότε συνειδητοποιείς με απόλυτο τρόμο τι συμβαίνει. Τότε καταλαβαίνεις για πρώτη φορά ότι όλα αυτά δεν ήταν απλά ένα όνειρο. Αυτό ήταν η ιστορία του τέλους σου.

Γιατί τα πόδια σου είναι τυλιγμένα με ένα παχύ, φολιδωτό, γκρι και κρύο σωλήνα.

Η αγκαλιά δυναμώνει, και κάτω από την αφόρητη πίεση βλέπεις το κεφάλι του τέλους κοντά στο κεφάλι σου με τη διχαλωτή του γλώσσα να σε χαϊδεύει περιπαικτικά. Η συνέχεια; Τη φαντάζεσαι και την βιώνεις. Τα κόκκαλα του κορμιού σου σπάνε ένα ένα και σε λίγο μετά από πολύ κόπο καταφέρνεις να πάρεις αυτό θα είναι η τελευταία σου, αδύναμη πνοή… Δεν τρέχει και τίποτε. Ένα λάθος έκανες και συ βρε αδερφέ…

Απλά κοιμήθηκες κάτω από το λάθος δέντρο, στο λάθος δάσος…

(Αφιερώνεται στους φίλους εκτός Ελλάδας, που δεν κοιμούνται εκεί που δεν πρέπει…Μπράβο τους!)

Πέμπτη 8 Μαΐου 2008

Ο υπηρέτης των δυο αφεντάδων.



Κάποτε, κάπου πολύ πολύ μακριά υπήρχε ένα χωριό. Ήταν μικρό, αλλά και αυτοσυντήρητο. Ήταν σχετικά φτωχό, αλλά οι άνθρωποι που ζούσαν σε αυτό αξιοπρεπείς. Ήταν απομονωμένο, μα συνάμα και πολύ πολύ όμορφο. Στις δύο απέναντι άκρες αυτού του χωριού, απ’ όπου περνούσε ο κεντρικός δρόμος, ζούσαν οι δύο σημαντικότεροι άνθρωποι του χωριού, ο ένας ήταν ο πλούσιος και ο άλλος ήταν ο σοφός. Όλοι τους σέβονταν και τους συζητούσαν. Και όπως συμβαίνει με κάθε συζήτηση, πολλές φορές η κουβέντα ερχόταν στο προκείμενο, το οποίο εδώ ήταν πάντα το ίδιο. Αν γινόταν να έχουν την τύχη ενός εκ των δύο, ποιανού την τύχη θα διάλεγαν; Έτσι μία φορά που συζητούσαν η συζήτηση έφτασε πάλι στο συγκεκριμένο ζήτημα.

Τι είναι καλύτερο να είσαι πλούσιος ή σοφός; Είναι το ερώτημα.

Τι απαιτείται για να γίνει κάποιος πλούσιος; Θα έλεγα εγώ.

Απαιτείται υπομονή και επιμονή. Ο πλούσιος μένει στην αρχή του χωριού. Όλοι αυτοί που θέλουν να έρθουν στο χωριό πρέπει να περάσουν από αυτόν. Και αυτός θα βρει τον τρόπο να τους εξυπηρετήσει και μετά να τους υποχρεώσει να πληρώσουν για τις υπηρεσίες του. Μια ζωή αυτό κάνει. Εξυπηρετεί με τρόπους που δεν μπορούμε να φανταστούμε. Δεν κοιμάται ποτέ. Ποτέ δεν θα σου αρνηθεί κάτι. Μπορείς να τον ξυπνήσεις και να του ζητήσεις οτιδήποτε. Ποτέ δεν θα βαρυγκωμήσει. Όμως πάντα θα απαιτήσει κάποιο αντάλλαγμα από εσένα. Γι’ αυτό εξάλλου είναι πλούσιος.

Και ο άλλος; Ο σοφός; Αυτός μένει στην άλλη πλευρά του χωριού. Εκεί είναι που τελειώνει ο δρόμος και αρχίζει το πυκνό δάσος. Είναι ανηφορικός ο δρόμος και κουραστικός. Δεν πάει σχεδόν κανένας πια εκεί. Ένας τρελόγερος είναι που μένει μόνος του. Δύσκολα θα δεχτεί επισκέψεις. Ούτε καν ένα ποτήρι νερό δεν θα σου προσφέρει, ποτήρι τόσο αναγκαίο, μετά από αυτή τη δύσκολη ανάβαση. Ειδικά αφού ο πλούσιος έφτιαξε μία βρύση κοντά στο σπίτι του, ακόμα και οι λιγοστοί που πήγαιναν παλιά έως εκεί έχουν πια σταματήσει, αφού δεν χρειάζεται πια να πηγαίνουν στην πηγή κοντά στην αρχή του δάσους.

Κάποια μέρα, έφτασε ένας νέος στο χωριό. Είχε τόσο καιρό να περάσει ο οποιοσδήποτε ταξιδιώτης από εκεί. Βλέπετε το χωριό δεν είχε ιδιαίτερα θέλγητρα για τους ταξιδιώτες. Ο νέος αυτός ήταν ζωηρός, με βλέμμα βαθύ και ζωηρό, όμορφος και έξυπνος. Ο πλούσιος τον κοίταξε προσεκτικά και φάνηκε να τον αντιμετωπίζει με υπεροψία αλλά και επιφυλακτικότητα…. Ο σοφός τον αντιμετώπισε εξεταστικά και προσπάθησε να ζυγίσει τις προθέσεις του. Όλοι οι υπόλοιποι απλά χάρηκαν γιατί το νέο πρόσωπο έσπασε την καθημερινή τους ρουτίνα. Ο πλούσιος μέσα του ανησύχησε. Ένας τέτοιος ταξιδιώτης θα μπορούσε να αποτελέσει απειλή για την ισορροπία που είχε διαμορφωθεί στη μικρή κοινωνία, αλλά και στο μονοπώλιό του. Ο σοφός τον αντιμετώπισε με σπουδή. Δεν έδειξε να ανησυχεί, αλλά δεν του φέρθηκε και ιδιαίτερα φιλικά.

Ποιος είναι ο σκοπός της επίσκεψής σου, ξένε; Ρώτησε ο πλούσιος προσπαθώντας να ζυγίσει τις προθέσεις του καινούργιου προσώπου.

Απλά περιπλανιέμαι, απάντησε ο νέος. Θέλω να μείνω λίγες μέρες στο όμορφο χωριό σας και να συνεχίσω την περιπλάνησή μου.

Γιατί περιπλανιέσαι; Τον ρώτησε έπειτα ο σοφός.

Θέλω να γνωρίσω τους τρόπους των ανθρώπων, του απάντησε ο νέος, απάντηση που φάνηκε να τον ικανοποιεί αρκετά.

Είσαι πλούσιος; Έκανε με δήθεν φιλικό τόνο ο έμπορος. Όχι, αλλά δεν σκοπεύω να γίνω βάρος σε κανένα. Θα δουλεύω για το φαγητό που τρώω, και όσο για ξεκούραση, χρειάζομαι λίγη, εξάλλου τα αστέρια είναι η αγαπημένη μου παρέα για τον ύπνο, ανταπάντησε ο νέος. Τις επόμενες μέρες, ο νέος με τις πράξεις του επιβεβαίωσε τους λόγους του. Προσέφερε τις υπηρεσίες του σε όλο το χωριό, χωρίς αντίτιμο. Βοηθούσε, όπου του ζητούσαν να βοηθήσει, δούλευε, όπου του ζητούσαν να δουλέψει. Δεν ζητούσε πληρωμή, και ζούσε με ότι ήταν διατεθειμένος ο καθένας να του δώσει από μόνος του. Τα βράδια μετά από άδεια των κατοίκων κοιμόταν στην μεγάλη πλατεία στο κέντρο του χωριού εκεί όπου μπορούσε ο καθένας να τον βρει και να του ζητήσει τη βοήθειά του. Στον ελεύθερο χρόνο του, του άρεσε να κάνει περιπάτους, που συνήθως ήταν στην άκρη του χωριού κοντά στο σπίτι του σοφού... Περπατούσε έως τις παρυφές του δάσους και μελετούσε τη φύση, τα πουλιά, τα δέντρα. Δεν έπινε νερό από τη βρύση, αλλά του άρεσε να πίνει το φρέσκο, το κελαρυστό νερό από την πηγή. Εκεί συναντούσε και το σοφό πολλές φορές που πήγαινε για να πιεί και αυτός νερό. Του άρεσε να παρατηρεί τους τρόπους του σοφού χωρίς να τον ενοχλεί ποτέ, χωρίς να του μιλά. Σιγά σιγά ο σοφός άρχισε να τον αποδέχεται και να βρίσκει την παρέα του ευχάριστη. Εξάλλου ήταν ο μόνος που περνούσε πια από εκεί και η παρέα του νεαρού αποτελούσε ενδιαφέρον διάλειμμα στη μοναξιά του.

Έτσι πέρασαν αρκετές ημέρες, και μετά εβδομάδες. Ο πλούσιος έβλεπε τη δουλειά του να μειώνεται, αφού πλέον οι περισσότεροι δεν ζητούσαν τις υπηρεσίες του, υπηρεσίες για τις οποίες θα έπρεπε να πληρώσουν, αφού την ίδια δουλειά τους την έκανε ο νέος χωρίς αντίτιμο. Δεν ήταν όμως κακοί άνθρωποι, δεν τους άρεσε η στυγνή εκμετάλλευση. Έτσι όλο και κάτι έδιναν στο νέο. Στην αρχή τροφή, μετά ρούχα, μετά οτιδήποτε έκριναν αυτοί πως μπορεί να είχαν και αυτός το χρειαζόταν. Από την άλλη πλευρά, ο σοφός είχε βρει στο πρόσωπο του νέου το πρόσωπο που έψαχνε τόσο καιρό. Ήταν πια αρκετά ηλικιωμένος και ένοιωθε πως σιγά σιγά οι δυνάμεις του θα τον εγκατέλειπαν. Έτσι, ένοιωθε την ανάγκη να μεταλαμπαδεύσει τις γνώσεις του σε αυτόν, να τον κάνει μαθητή του, αλλά και φίλο καλό. Και οι εβδομάδες της παραμονής του νέου έγιναν μήνες, και οι μήνες χρόνια.

Με την βοήθεια των κατοίκων του χωριού ο νέος έχτισε το δικό του σπίτι, στην πλατεία του χωριού. Έφτιαξε κι αυτός μία βρύση, απ’ όπου ο καθένας μπορούσε να παίρνει το νερό του χωρίς αντίτιμο. Έκανε τη δική του οικογένεια, αφού παντρεύτηκε την κόρη του εμπόρου, πράξη που εκνεύρισε τον πατέρα της ακόμα περισσότερο, αφού ένοιωθε πως αυτός ο νέος του έπαιρνε πλέον τα πάντα. Συνέχισε να πηγαίνει συχνά στο σπίτι του σοφού, ως φιλοξενούμενος πλέον και έπειτα ως τιμώμενο πρόσωπο, αφού ο σοφός ένοιωθε πως η συναναστροφή του με το νέο βοηθούσε και τον ίδιο να εξελίσσεται και να του δίνει νέα οπτική στα θέματα που τον απασχολούσαν.

Και τα χρόνια περνούσαν, και ο νέος έπαψε να είναι τόσο νέος, πάντα όμως διατηρούσε αυτή τη σπίθα που είχε μέσα του εκείνη την πρώτη νύχτα στο χωριό που αποτελούσε τον οδηγό των πράξεών του για το υπόλοιπο της ζωής του. Και ήταν μία βασική αρχή: Ποτέ μα ποτέ να μην ξεχάσει εκείνη την πρώτη νύχτα.

(σημείωση: η ιστορία αυτή έχει δύο ακόμα εναλλακτικά τελειώματα. Συνεχίζεται…)