Πέμπτη 9 Ιουλίου 2009

Ποκοπίκο VI: Η μετακόμιση




Ήταν μία ζεστή μέρα του Ιουνίου… Δηλαδή θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι θα ήταν μία ζεστή ημέρα, αν έκρινε από την προηγούμενη νύχτα, η οποία ήταν όντως πολύ ζεστή. Αυτός που θα το υπέθετε αυτό βέβαια, δεν θα είχε δει τον καιρό στις ειδήσεις, γιατί τότε θα ήξερε πως η συγκεκριμένη ημέρα θα ήταν μάλλον δροσερή, γιατί θα είχε αεράκι και λίγη συννεφιά. Άρα, θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι ήταν μία μέρα του Ιουνίου που μπορεί να αποδεικνυόταν ζεστή ή δροσερή, όπως θα μπορούσε να περιμένει κανείς.

Ο Ποκοπίκο δεν είχε και την καλύτερη διάθεση. Ήταν Πέμπτη και είχε περάσει μία εξαντλητική εβδομάδα με πολύ δουλειά. Επιπλέον, του είχαν συμβεί μερικές μικροατυχίες που μπορεί να συμβούν στον καθένα που ζει στην μεγάλη πόλη, όπως το να βρει ένα μικρό κουραδάκι στην οροφή του αυτοκινήτου του, από κάποιο ευφάνταστο γείτονα προφανώς. Τέλος, είχε περάσει όλο το προηγούμενο Σαββατοκύριακο ψάχνοντας απεγνωσμένα για σπίτι.

Ο Ποκοπίκο είχε βαρεθεί το σπίτι που έμενε. Ήταν παλιό, σκοτεινό, σε μία τρομερά πολυπληθή περιοχή. Το βράδυ οι γείτονες έκαναν ολονύχτια πάρτι ακούγοντας αραβικά τσιφτετέλια και Michael Jackson, ενώ τα πρωινά του Σαββάτου ξεκινούσαν πολύ νωρίς, κατά τις 8:00 με Sandra (Maria Magdalena) και βαριά ηπειρώτικα και τον αποπάνω να μετακινεί τα μισά έπιπλα του σπιτιού του (δεν ξέρω αν γι’ αυτό ευθύνεται η Sandra). Εξάλλου τα επτά χρόνια διαμονής σε αυτό το διαμέρισμα ήταν πια πολλά. Ας μην ξεχνάμε πως το επτά σε κάθε περίπτωση είναι ιδιαίτερα συμβολικός αριθμός, οπότε ακόμα και αν το δούμε από αυτή την οπτική σκοπιά, είχε έρθει η εποχή της μετακόμισης. Μέσα σε όλα αυτά δεν πρέπει να ξεχνούμε και τον αντιπαθητικό διαχειριστή, που εκτός από το κακό του μούτρο και τον απαίσιο χαρακτήρα, όλο και κάτι θα τσέπωνε από τα κοινόχρηστα, ο Ποκοπίκο ήταν πλέον βέβαιος και του ήταν πια τελείως αδιανόητο να ανέχεται πλέον αυτή την κατάσταση…

Η απόφαση ήταν πλέον ειλημμένη. Άμεση μετακόμιση σε χώρο χλοερό, ευάερο, ευήλιο, ήσυχο και ανθρώπινο. Και επειδή το σύμπαν είχε πάντα την καλή συνήθεια να συνωμοτεί υπέρ ατόμων σαν τον Ποκοπίκο, όταν οι αποφάσεις τους ήταν τελεσίδικες, ο Ποκοπίκο ανακάλυψε το σπίτι των ονείρων του το ίδιο ακριβώς απόγευμα. Την επόμενη μέρα είχε κάνει ήδη όλες αυτές τις κινήσεις που κάνει κάποιος όταν κλείνει ένα σπίτι. Δηλαδή είχε ανοίξει μία μπύρα, για να γιορτάσει την επερχόμενη μετακόμισή του και τον αποχωρισμό του από τις συμπαθείς κατά τα άλλα κατσαρίδες (όλοι σε τούτο τον κόσμο έχουν δικαίωμα στη ζωή και την ευημερία) που έβριθαν στην ευρύτερη περιοχή του διαμερίσματός του, και τον αποχαιρετισμό του από τους ειδεχθείς και ανάγωγους γείτονες. Εκτός από τον απαίσιο διαχειριστή, δεν θα ήταν αναγκασμένος να ξαναδεί το βρωμερό υδραυλικό που κρατούσε μαγαζί στο ισόγειο της πολυκατοικίας, με το παντελόνι που έπεφτε και το χοντρό κωλομέρι που έκανε την εμφάνισή του όταν έπεφτε το παντελόνι. Επίσης δεν θα ξανασυναντούσε τους αλλοδαπούς του απέναντι ημιυπόγειου που τα βράδια συνήθιζαν να κάθονται στο δρόμο φορώντας μόνο παντόφλες και εσώρουχα, αλλά και ένα πλήθος άλλων επιθετικών ανθρώπων που επιβίωναν εξαθλιωμένοι από τη ζωή και τις αντιξοότητές της.

Ο Ποκοπίκο δεν χρειαζόταν πια να τα ζει όλα αυτά. Είχε βαρεθεί, είχε κουραστεί. Η ζωή του εξάλλου είχε περάσει σε νέα τροχιά, είχε αναβαθμιστεί. Δεν δούλευε πια στο κέντρο της τενεκεδούπολης χαιδεύοντας ταλαίπωρους ανθρώπους. Τώρα πια δούλευε στα χαλαρά προάστια, απλά μιλώντας τους.

Ας ξαναγυρίσουμε όμως στην μετακόμιση… Είχε φτάσει πια σαββατοκύριακο, και αφού ξύπνησε από τους ρυθμούς μίας σλάβικης αρκετά επιθετικής μουσικής, έβαλε τα δεδομένα κάτω. Και τα δεδομένα ήταν ότι το επόμενο Σαββατοκύριακο θα μετακόμιζε. Μίλησε στο τηλέφωνο με κάποιες εταιρίες μεταφορών βρήκε την φθηνότερη, (ένεκα η οικονομική κρίση που τον είχε πλήξει σε όλο του το είναι) έκλεισε τη συμφωνία η οποία έλεγε πως τα μισά πράγματα θα τα μετακόμιζε ο ίδιος (ένεκα η φτήνια) και μια και δυό άρχισε με ρυθμούς αργούς και σταθερούς να πακετάρει.

Έτσι, μετά από τέσσερις μέρες εντατικά αργής δουλειάς, είχε καταφέρει να πακετάρει την αγαπημένη του οδοντόβουρτσα, τρία χαρτιά υγείας, ένα σαπούνι (κρεμοσάπουνο για την ακρίβεια) και μερικές χρησιμότατες συνταγές μαγειρικής. Είχε πιά φτάσει Πέμπτη και ο Ποκοπίκο, αισιόδοξος όπως πάντα έκανε τον απολογισμό του:

Και κάνοντας τον απολογισμό, συνειδητοποίησε ότι οι σταθεροί αλλά αργοί ρυθμοί της προετοιμασίας έπρεπε σε λίγες ώρες να μεταβληθούν σε σταθερούς αλλά πολύ γρήγορους ρυθμούς. Έτσι κι έγινε, και σε τρεις ακόμη μέρες όλα ήταν έτοιμα… Η μέρα της μετακόμισης έφτασε και μαζί με αυτήν έφτασε και ο μιχάλης, ο γιάννης, ο κινέζος ατσαν (ή κάπως έτσι τελωσπάντων) και κανά δύο ακόμα άτομα αγνώστων λοιπών στοιχείων (γιατί είχε άραγε την αίσθηση ότι ένας από τους δύο επιζητούσε να διατηρεί τα άγνωστα λοιπά του στοιχεία;).

Σε τρεις ωρίτσες όλα είχαν φορτωθεί. Τα μισά όλα δηλαδή, γιατί έτσι ήταν η αρχική συμφωνία. Η αγαπημένη του Ποκοπίκο Αφροξυλάνθη ήταν πακετωμένη αλλά χαρούμενη, ο διαχειριστής ευδιάθετος, αφού ήξερε πως ο Ποκοπίκο ήταν έτοιμος να αποκαλύψει τις ατασθαλίες του, και ο άξεστος υδραυλικός χάιδευε ικανοποιημένος την κοιλιά του γιατί ήξερε πως με την αποχώριση του Ποκοπίκο θα μπορούσε πια πιο ελεύθερα να κλείνει το πεζοδρόμιο με το μηχανάκι του για να ενοχλεί τον υπόλοιπο κόσμο και να του τη σπάει.
Σε άλλες δύο ωρίτσες τα πράγματα είχαν μεταφερθεί στο καινούργιο σπίτι, που ήταν τόσο καλύτερο από το προηγούμενο που τον Ποκοπίκο τον έπιασε ένας γερός λόξυγκας από την πολλή του χαρά. Σε μία εβδομάδα όλα ήταν τακτοποιημένα και το σπίτι φύσαγε. Φύσαγε όμως πραγματικά, γιατί ήταν σε ύψωμα και το δροσερό αεράκι χάιδευε το πονηρό τσουλουφάκι του μπαγαπόντη ήρωά μας…

Ήδη μετά από τρεις ημέρες παραμονής, μετά την μία εβδομάδα τακτοποίησης, μετά την ημέρα της μετακόμισης, μετά από τις ημέρες της προετοιμασίας, μετά από την συγκλονιστική απόφαση της μετακόμισης εκείνη την ίσως ζεστή ίσως δροσερή ημέρα του Ιουνίου, όλα έμοιαζαν καλύτερα στον Ποκοπίκο. Η διάθεσή του ήταν καλύτερη, το έντερο του λειτουργούσε σωστότερα, η λίμπιντό του ανέβηκε και που και που τραγουδούσε στο μπάνιο όπως παλιά…

Ένοιωθε πως μπορούσε τώρα πια να αντιμετωπίσει καλύτερα την καθημερινότητα, να νιώθει πιο ακομπλεξάριστος και να τσιμπάει περισσότερο τα μπουτάκια της καλής του. Ένοιωθε πως είχε περισσότερη ενέργεια να σπαταλήσει και απολάμβανε τις μικρές του βόλτες στη νέα του γειτονιά, σαν παιδί που μόλις ανακάλυψε πως ο καλός θεός έδωσε στον άνθρωπο το παγωτό για να τρώει και να χαίρεται…


Συνεχίζεται….

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου