Δευτέρα 2 Φεβρουαρίου 2009

Αύγουστος




Μια ιστοριούλα που έγραψα πριν από περίπου 15 χρόνια...

Αύγουστος

« Η σημερινή νύχτα δεν είναι συνηθισμένη », είπε ο γερο-Μιχάλης στη γυναίκα του. Δεν ήταν βέβαια ακριβώς γέρος, ήταν μόνο 50 χρονώ, όμως η θάλασσα είχε αφήσει βαριά τα σημάδια της πάνω του, όχι μόνο στο σώμα αλλά και στην ψυχή του.
« Σήμερα πρέπει να βγούμε με τον Αύγουστο οπωσδήποτε. Ναιι, δεν πρέπει να χάσουμε αυτή τη νύχτα. Δεν πρέπει. Έχω προαίσθημα...» Ψέλλισε με μια κουρασμένη σοβαρότητα.


Κάθε πανσέληνο έβγαινε ο κυρ-Μιχάλης με τον Αύγουστο, ανεξάρτητα από τον καιρό, ανεξάρτητα από την εποχή, ανεξάρτητα από οτιδήποτε μπορούσε να συμβεί σε τούτο τον κόσμο. Μόνο τότε έμοιαζε ζωντανός, με διάθεση, έτοιμος για τα πάντα. Σήμερα πάλι ήταν πανσέληνος. Μάλιστα όχι μια απλή πανσέληνος, αλλά η σημαντικότερη του χρόνου η Αυγουστιάτικη, που γεμίζει με το απόκοσμο φως της τα πάντα, σκοτώνοντας για λίγο τις σκιές της νύχτας.

Ο κυρ-Μιχάλης από πάντα ήταν ψαράς. Αυτή ήταν η δουλειά του πατέρα του και του παππού του. Αυτό μόνο ήξερε να κάνει, αυτό ήταν η τέχνη του.Ο γιος του ο Αύγουστος είχε γεννηθεί πριν 20 χρόνια, στην Αυγουστιάτικη πανσέληνο. Ηταν ψηλός, όμορφος και δυνατός, όμως από μικρός δεν μπορούσε να μιλήσει, ούτε ν’ακούσει, και μονίμως έμοιαζε αφηρημένος, λες και κάποιος ή κάτι του είχε κλέψει την σκέψη. Δεν ήξερε φυσικά ούτε να γράφει, και ζούσε στον δικό του κόσμο,απόμακρος και ξεκομμένος απ’ όλους. Ήταν ο κόσμος των ονείρων και των εικόνων του.

Ο κυρ-Μιχάλης, ήξερε γιατί συνέβαιναν όλα αυτά. Ήξερε, και ήταν ο μόνος. Βλέπεις φίλε πριν 20 χρόνια, στην Αυγουστιάτικη πανσέληνο, είχε ξαναβγεί με το καϊκι του και ποτέ δεν είχε πει σε κανένα το γιατί. Όταν γύρισε το πρωί σπίτι του, ήταν κατακουρασμένος και τρομοκρατημένος και βρήκε τη γυναίκα του με όλους τους συγγενείς. Πριν φύγει την είχε αφήσει ετοιμόγεννη, τώρα την έβλεπε να κρατά στην αγκαλιά της ένα πανέμορφο αγόρι. Μόνο όταν το φίλησε, μόνο όταν το άγγιξε ο Μιχάλης ανακουφίστηκε κάπως από την ταραχή του. Όταν όμως το παιδί άρχισε να μεγαλώνει, τα προβλήματα του άρχισαν να φαίνονται. Τότε ο Μιχάλης πήρε τη γυναίκα του απ’ το χωριό και πηγαν να ζήσουν σε ένα μικρό καλύβι δίπλα στην παραλία. Έκει δεν θα αντιμετώπιζε συνέχεια τα πικρόχολα σχόλια των χωρικών, ούτε ο γιός του, το καμάρι του, την κοροϊδία των συνομήλικων του. Έτσι πήγαν και εγκαταστάθηκαν στο απόμερο αλλά πανέμορφο αυτό μέρος δίπλα στη θάλασσα, ακριβώς δίπλα από ένα παλιό αμπελώνα, που έγινε ο αμπελώνας τους και απ’ όπου έπαιρναν τα σταφύλια τους και έφτιαχναν λίγο κρασί.

Από 5 χρονώ, ο κυρ-Μιχάλης έπαιρνε το γιο του 12 φορες το χρόνο σε κάθε πανσέληνο και έφευγαν ως το πρωί με το καϊκι. Αδικα τον ρωτούσε η γυναίκα του για το πώς, το γιατί, ποτέ δεν πήρε την παραμικρή απάντηση. Ο πατέρας του αγαπούσε υπερβολικά τον Αύγουστο. Του μιλούσε, τον έπαιρνε σε μακρινές βόλτες, προσπαθούσε μάταια να δημιουργήσει μια σπίθα επικοινωνίας μαζί του. Όμως αυτός ήταν πάντα βλοσυρός, πάντα απασχολημένος με τα όνειρα και τις εικόνες του δύστυχου μυαλού του.

«Σήμερα θα πετύχω», σκέφτηκε ο κυρ-Μιχάλης. «Με Θεούς ή με δαίμονες θα πετύχω.» Τα ίδια όμως σκεφτόταν κάθε μήνα, κάθε πανσέληνο, για πολλά-πολλά χρόνια. Πήρε τον Αύγουστο και τον οδήγησε στο καϊκι. Έπειτα πήγε στη γυναίκα του. Τη φίλησε στο μέτωπο. « Σ’ αγαπάω μωρέ Μυρτώ», της είπε. « Να το θυμάσαι πάντα αυτό.» Το μυαλό της πήγε στο χειρότερο. Μόνο σε κάθε Αυγουστιάτικη πανσέληνο τη χαιρετούσε και τη φιλούσε έτσι. Μόνο μια φορά το χρόνο, μόνο μία. Έκανε να τον κρατήσει. Αυτός γύρισε και την κοίταξε βλοσυρά. Αυτή τραβήχτηκε.
« Όχι, η θάλασσα είναι απόλυτα ήρεμη σήμερα, δεν υπάρχει ο παραμικρός φόβος. Από την άλλη ο Μιχάλης δεν θα κάνει καμιά τρέλλα,» ξανασκέφτηκε. Άλλωστε όλοι είχαν να το λένε και ήξεραν πόσο καλός και λογικός άνθρωπος ήταν ο άντρας της. Αυτά σκεφτόταν η Μυρτώ κάθε καλοκαίρι, κάθε Αύγουστο, κάθε πανσέληνο.

«Πάμε αγόρι μου,» ψέλλισε ο Μιχάλης. «Πάμε Αύγουστε, σήμερα θα πετύχουμε!» Έτσι το καϊκι ξεκίνησε, ενώ το σιγανό αεράκι φρόντιζε να το σπρώχνει όλο και πιο απαλά σε μια μεταξένια και γλυκιά θάλασσα. Όσο προχωρούσαν τόσο η θάλασσα γαλήνευε, όσο ανοίγονταν στο πέλαγος τόσο το πλατάγιασμα του νερού στα πλάγια του καϊκιού ακουγόταν λιγότερο, όσο περνούσε η ώρα τόσο το σεληνόφως γινόταν δυνατότερο, πιο απόκοσμο, πιο ασυνήθιστο. Σε λίγο το καϊκι προχωρούσε με τόση άνεση που έμοιαζε να πετά, έμοιαζε να διασχίζει τον ουρανό πέρα από τις συννεφιασμένες σκέψεις του κυρ-Μιχάλη.

Η ζωή του περνούσε από μπροστά του, σαν ταινία. Από μικρό παιδί ήταν τολμηρός, με χαρακτήρα ισχυρό σαν βράχο. Είχε ξεκινήσει από μικρός, από 13 χρονώ τα μπάρκα. Στα 18 του μάλιστα έκανε και δυο τατουάζ. Έως τότε αν και ψημένος ναυτικός, ήταν μόνο παιδί. Τώρα ενηλικιωνόταν, γινόταν άντρας και κανείς δεν θα το αμφισβητούσε αυτό, έπρεπε όμως όπως ήταν συνήθεια να το δείξει, να δείξει πως δεν φοβάται τον πόνο. Το πρώτο τατουάζ ήταν μια πανέμορφη σκούνα και το δεύτερο μια σειρήνα. Ο Αιγύπτος που του τα έκανε του είπε πως θα τα κουβαλάει για πάντα, πως θα τον σημάδευαν, αυτός όμως δεν έδωσε σημασία. Αυτός σκεφτόταν άλλα. Πάντα τον γοήτευαν οι ευφάνταστες ιστορίες των ναυτικών και πίστευε πως είχαν αλήθεια μέσα τους. Πως θα ήταν άραγε να είχε τη δικιά του σκούνα, να πήγαινε εκεί που κανείς δεν είχε πάει, να έβλεπε πράγματα που κανείς δεν έχει δει, γιατί όχι και σειρήνες;

Σε λίγο ένα παχύ στρώμα ομίχλης άρχισε να καλύπτει το καϊκι, ενώ το φεγγάρι μεγαλύτερο από ποτε, θαρρείς πως κάλυπτε τον μισό ουρανό. Σιγά σιγά όμως και αυτό άρχισε να γίνεται θαμπό, μακρινό, φανταστικό. Όμως ο κυρ-Μιχάλης ήξερε καλά την πορεία του και δεν φοβόταν τίποτε. Εξάλλου είχε να το λέει... Η θάλασσα ήταν το πρώτο σπίτι του και δεν είχε χαθεί μεσα σ’ αυτήν ποτέ. Ή σχεδόν ποτέ...

Και ο χρόνος περνούσε...Κάποια στιγμη ο Αύγουστος φάνηκε ν’ αγριεύει. Έως τώρα ήταν ήσυχος, καθισμένος δίπλα στόν πατέρα του. Τώρα είχε κιτρινίσει απ’ το φόβο του. Άρχισε να τον τραβά απ’ το μανίκι, να του κάνει σήμα να γυρίσουν, να βγάζει άναρθρες κραυγές πανικόβλητος, να φοβάται, να τρέμει. Κι όμως αποκλείεται να είχε δει κάτι... Η ομίχλη ήταν τόσο πυκνή... Το ένστικτό του όμως τον προειδοποιούσε απεγνωσμένα, του έλεγε «Φύγε, φύγε γρήγορα, κινδυνεύεις, πας να μπλέξεις με δυνάμεις ανώτερές σου, με πράγματα που δεν μπορείς να κατανοήσεις. Στο μεταξυ ο κυρ-Μιχάλης τον αγνοούσε τελείως. Ναί! Τον αγνοούσε, αγνοούσε τον Αυγουστο για πρώτη φορά στη ζωή του. Ήταν σίγουρος πια. Αυτό ήταν το μέρος. Αυτή ήταν η ευκαιρία που τόσα χρονια περίμενε, η μοναδική. Το βλέμμα του είχε πετρώσει. Κοίταζε ευθεία μπροστά. Κοίταζε παγερά. Κοίταζε απεγνωσμένα. Η ομίχλη άρχισε πάλι σταδιακά ν΄αραιώνει. Το σκοτάδι όμως έγινε πιο πυκνό από πρίν, μαύρο κι άραχλο σαν τάφος τους πλάκωνε. Το καϊκι συνέχισε την πορεία του, τώρα όμως και αυτό το σιγανό αεράκι σταμάτησε εντελώς, ο ίδιος ο χρόνος έμοιαζε να έχει σταματήσει εντελώς..............................Σιωπή.......................Παρόλα αυτά το καϊκι ούτε στιγμή δεν σταμάτησε να κινείται. Κάτι το τραβούσε και ο Μιχάλης ήξερε τί.

Σε λίγο ένα συνοθύλευμα από ήχους, χρώματα και εικόνες κατέλαβε τις αισθήσεις τους. Γύρισε και κοίταξε τον Αύγουστο, που ήταν μαζεμένος στην πρύμνη του καϊκιου και έτρεμε από την αγωνία του. Τα βλέμματα τους συναντήθηκαν. Ήταν η πρώτη φορά που ο ένας μοιράστηκε όλες τις σκέψεις του με τον άλλο, η πρώτη φορά που επικοινώνησαν, που μοιράστηκαν τα όνειρά τους, που δημιούργησαν τη πολυπόθητη σπίθα που εξελίχθηκε σε φωτιά και που συμπαρέσυρε όλο τον ψυχικό τους κόσμο στο διάβα της, απελευθερώνοντας την θαμμένη ενέργεια των ψυχών τους. Ήταν μια στιγμή – γιατί τόσο κράτησε- απόλυτης και ολοκληρωτικής μαγείας. Και όλα αυτά μόνο με μιά ματιά, μια ματιά...

Τις είχε βρεί επιτέλους... Τις είχε βρεί για δεύτερη φορά, κανείς έως τώρα, ούτε και ο πιο τολμηρός δεν το είχε πετύχει αυτό. Κανείς άλλος δεν είχε ξεφύγει από τις σειρήνες, από τις σειρήνες των βράχων, τις σειρήνες των εικόνων, των τραγουδιών, των αισθήσεων και των παραισθήσεων, του ονείρου, τις σειρήνες του Αυγουστιάστικου φεγγαριού.
«Ήρθα να αποκαταστήσω την τάξη!!», ούρλιαξε δυνατά.
«Ήρθα να πληρώσω το χρέος μου. Δεν έπρεπε να τιμωρήσετε το γιο μου, τον μονάκριβό μου για τη διαφυγή μου. Όχι. Όχι επειδή γεννήθηκε κάτω από το φεγγαρόφως. Ήταν μια καινούργια, μια αγνή ψυχη, δεν έπρεπε να του στερήσετε την χαρά της ζωής, να του στερήσετε τους συνανθρώπους του.»

Ο κυρ-Μιχάλης τώρα ούρλιαζε μεσ’ στο σκοτάδι όλο και πιο δυνατά, όλο και πιο παθιασμένα, ξέροντας πως τον άκουγαν. Η φωνή του ήταν στεντόρεια, έφτανε ώς την κόλαση και γύριζε πίσω.
« Θα αποκαταστήσω την τάξη! Θα σας παραδωθώ. Όμως δώστε και εσείς πίσω στο γιό μου τη ζωή του. Τον έβγαλα Αύγουστο για να σας τιμήσω, του είπα για σας, για τις χάρες σας, για τις συνήθειες σας. Τότε αυθάδικα σας νίκησα. Τώρα ταπεινά σας παραδίνομαι...»
Άδικα. Τίποτε . Το φως του φεγγαριου έσβησε πια τελείως. Ησυχία παντού. Ο κυρ-Μιχάλης κάθησε δίπλα στο τιμόνι κατάκοπος.
« Όχι πάλι! Ούτε φέτος! Δεν αντέχω πια. Και οι ήχοι, οι εικόνες, τα όνειρα; Τι ήταν όλα αυτά; Δεν μπορεί να ήταν μόνο μια παραίσθηση. Ίσως να τρελαίνομαι, ίσως να ήμουν πάντα τρελός», κατάφερε να αρθρώσει διαλυμένος από την απογοήτευση.
«Για στάσου όμως!» Το καϊκι πήγαινε τώρα πιο γρήγορα

Σε λίγο ένας δυνατός θόρυβος άρχισε ν’ ακούγεται: θόρυβος νερού που στροβιλίζεται, θόρυβος αβύσσου. Ο κυρ- Μιχάλης φίλησε το γιο του σταυρωτά. « Ήρθε η ώρα, είπε. Ο θόρυβος γινόταν όλο και πιο δυνατός, το καϊκι τώρα πήγαινε όλο και πιο γρήγορα στριβοντας συνεχώς τελείως παραδομένο στις ορέξεις του νερού. Μετά από λίγες στιγμές ήταν ακυβέρνητο. Τα ξύλα άρχισαν να τρίζουν, το πανί σκίστηκε, το κατάρτι έσπασε κι έπεσε, το τιμόνι έγινε κομμάτια. Πλησίαζαν σε μια καταβόθρα, πλησίαζαν το απόλυτο κενό. Ο Αύγουστος έπιασε από το χέρι τον πατέρα του.
« Μη φοβάσαι», του είπε ο κυρ-Μιχάλης.
« Ό,τι είναι να γίνει θα γίνει» και χαμογέλασε πικρά, αλλά συνάμα καλοσυνάτα. Έπειτα ο Αύγουστος τον έχασε από μπροστά του, το καϊκι διαλύθηκε και αυτός έπεσε στη θάλασσα.
«Γειά σου γιέ μου και να θυμάσαι πως σ’ αγαπάω», άκουσε.

Ναι, άκουσε για πρώτη φορά και κατάλαβε, λες και πάντα όλα ήταν όπως τώρα. Πριν προλάβει να συνειδητοποιήσει το παραμικρό, είδε κάτι απροσδιόριστες σκιές κι άκουσε (ναι, πάλι!) μια κοφτή κραυγή, την κραυγή του πατέρα του. Ήξερε τις ιστορίες με τις σειρήνες, το πως δεν μπορούσε να το εξηγήσει. Ήταν μέρος από τις εικόνες που είχε στο μυαλό του, μέρος από τα όνειρά του και ήξερε πια ήταν η μοίρα του πατέρα του. Αμέσως μετά αρχισε να βυθίζεται και αυτός, να τον τραβά η θάλασσα μέσα της, στην ανυπαρξία και την λήθη. Λιποθύμησε...

Το άλλο πρωί τον βρήκε η μάνα του στην παραλία, στην ακροθαλασσιά, διπλα στο καλύβι τους. Από τότε ήταν κανονικός. Ένοιωθε σαν να μην είχε αλλάξει τίποτε, άκουγε τους ήχους και τους καταλάβαινε, μιλούσε, είχε ξεφύγει από τα μίζερα όνειρα που στοίχειωναν το μυαλό του. Οι συγχωριανοί του τώρα αντί για κοροϊδία τον αντιμετώπιζαν με φόβο και καχυποψία. Έλεγαν πως τον είχαν καταλάβει σκοτεινείς δυνάμεις, πως ήταν δαιμονισμένος. Άλλοι είπαν πως ο θάνατος του πατέρα του τον είχε τόσο σοκάρει, που του έδωσε πίσω ομιλία και ακοή. Μόνο αυτός όμως ήξερε την αλήθεια. Και την είπε μόνο στο αμπέλι, που είχε γίνει το δικό του αμπέλι, γιατί στη θάλασσα δεν θα ξαναταξίδευε ποτέ, γιατί είχε γνωρίσει τον πατέρα του μόνο από μια ματιά, γιατι ο πατέρας του με τη θυσία του είχε αποκαταστήσει την τάξη.-

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου