Σήμερα αυτό που έγινε ήταν αυτό που όλοι λιγότερο ή περισσότερο περιμέναμε...
Ο απολογισμός της βόλτας ενός απλού Αθηναίου από το Πεδίον του Άρεως έως και το Σύνταγμα, περιλαμβάνει ωραίες παρουσίες, κοινωνικές γνωριμίες, ολίγον από αναχρονιστικά κλισέ συνθήματα, συγκέντρωση και εκτόνωση με πλείστα όσα μπινελίκια έξω από τη βουλή.
Στη βουλή λοιπόν.
Από εκεί ο καθένας περνούσε, έριχνε μερικές μούντζες στους τρισάθλιους πολιτικούς μας, έλεγε τον πόνο του, πετούσε και μερικά πουστριλίκια, και όλα καλά.
Έπειτα, κάποιος νεαρός, ολίγον πλαδαρός και μπλαζέ, έκανε να καθήσει στο μνημείο του αγνώστου στρατιώτη. Τότε του την πέσανε οι άλλοι, του είπαν σεβασμός στον κύριο που κοιμάται βαθιά τον ύπνο του δικαίου, αυτός μισοαβέβαιος ακόμη είπε να τους ακούσει και να στρίψει ολίγον τί ξυνισμένος.
Κάποια στιγμή λίγο αργότερα, κάποια παιδιά είπαν να πάνε και προς την είσοδο της βουλής, μάλλον για να δούνε τί στο καλό καταλαβαίνουν αυτοί οι 300 που κατοικοϋδρεύουν εκεί μέσα και δεν λένε να ξεκολλήσουν. Ανεβαίνοντας όμως τα σκαλιά, ήρθαν κάτι άλλα παιδιά, που έπαιζαν με την άλλη ομάδα και ο κόουτς τους είχε πει να παίξουν γερή άμυνα.
Και έπαιξαν, και πέταξαν και κάτι λίγα από σπρέυ χώρου για να φτιάξουν ατμόσφαιρα.
Και τα πράγματα δεν ήταν και πολύ τραγικά... Κάτι ψιλοπαράπονα, κάτι ψιλοφωνές, κάτι κλαματάκια, καμιά σφαλιαρίτσα, έτσι για να λέμε ότι κάτι γίνεται.
Και μετά ήρθαν άλλες δύο διμοιρίες ΜΑΤ. Και ήταν σαν κάποιος να πάτησε το διακόπτη, γιατί όλοι μεμιάς ένοιωσαν ένα ηλεκτρισμό στη σπονδυλική τους στήλη.
Εντωμεταξύ ήρθαν σαν απο το πουθενά και κάτι άλλα παιδιά με ψυχολογικά προβλήματα που καλύπτουν τα πρόσωπά τους, γιατί μάλλον δεν μπορούν να βλέπουν τον εαυτό τους στον καθρέφτη, και όχι ιδιαίτερα ευγενικά είναι η αλήθεια, άρχισαν να πετάνε καδρόνια, κράνη μοτοσυκλετιστικά, νερά, ένας νόμιζε ότι ήταν ο μπάφαλο μπίλ και μαστίγωνε την αντίπαλη ομάδα με ένα λάστιχο, και εγώ δεν ξέρω τί άλλο. Μόνο σκατά δεν πετάξανε, και αυτό το μεταφέρω με επιφύλαξη.
(Αν και πιστεύω ότι είναι το μόνο πράγμα που θα έπρεπε να πετάξουν, αν ήταν να πετάξουν οπωσδήποτε κάτι-τα σκατά εννοώ, που δεν μπορούν να σου σπάσουν και το κεφάλι).
Και τα άλλα παιδιά, αυτά με τον κόουτς που συνεχώς φώναζε για γερή άμυνα, είπαν να δώσουν το κάτι παραπάνω. Και λόγω υπερβολικού ζήλου πέταξαν χειροβομβίδα (καλά, κρότου-λάμψης ήταν) και άρχισαν να ψεκάζουν με πολύ πολύ ζήλο...
Τότε, εμείς τα γερόντια είπαμε δεν πάμε πουθενά παραπέρα, που τα πράγματα είναι πιο καταδεκτικά;
Και κάναμε να κατεβαίνουμε στο κάτω τμήμα της πλατείας Συντάγματος, όπου συνέχιζε η πορεία της Σταδίου, φούλ στον κόσμο. Και ξαφνικά, ενώ έβλεπες διάφορα γκομενάκια βαμμένα και σενιαρισμένα, νά σου τα πάλι αυτά τα άλλα, τα κακοβαλμένα με τις μάσκες και τα ψυχολογικά προβλήματα, που αποφάσισαν πως δεν τους άρεσε η πλακόστρωση των πεζοδρομίων. Και είπαν να τα ξηλώσουν και να τα κάνουν δώρο στα άλλα τα παιδιά με το σκληρό τον κόουτς, που τώρα πετούσανε καπνά, για να παίξουν καλύτερα κρυφτό και αρμπάριζα.
Εκείνη τη στιγμή καταλάβαμε πως τίποτε καλό δεν πρόκειται να συμβεί στη συνέχεια, όπως και δεν συνέβει, γιατί αυτές οι δύο ομάδες όταν είναι μαζί σπάει το δικό σου το φιλήσυχο κεφάλι.
Και τελικά και έσπασε, και δυστυχώς κάηκε...
Οι τρείς νεκροί λίγο παρακάτω στην τράπεζα, και πολύς πολύς προβληματισμός είναι αυτό που πρέπει να μας μείνει από σήμερα και όχι οι αηδίες που θα μας σερβίρουν όλα τα κόμματα.
Τα μέτρα και τα λοιπά σκατά, θα τα αντιμετωπίζουμε και θα τα σκεφτόμαστε κάθε μέρα, έχουμε καιρό. Ψυχραιμία, και ώριμη, λογική σκέψη για σήμερα...